- κυβερνητικός, -ή
- -ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κυβέρνηση: Αυτή είναι η κυβερνητική πολιτική.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κυβερνητικός — good at steering masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβερνητικός — ή, ό (AM κυβερνητικός, ή, όν) [κυβερνώ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κυβέρνηση, στη διοίκηση ανθρώπων ή πολιτείας 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διακυβέρνηση πλοίου («ναυτικὸν μὲν καλοῡντας και κυβερνητικὸν και ἐπιστάμενον τὰ κατὰ… … Dictionary of Greek
κυβερνητικά — κυβερνητικός good at steering neut nom/voc/acc pl κυβερνητικά̱ , κυβερνητικός good at steering fem nom/voc/acc dual κυβερνητικά̱ , κυβερνητικός good at steering fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβερνητικῶν — κυβερνητικός good at steering fem gen pl κυβερνητικός good at steering masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβερνητικόν — κυβερνητικός good at steering masc acc sg κυβερνητικός good at steering neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβερνητικώτατον — κυβερνητικός good at steering masc acc superl sg κυβερνητικός good at steering neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβερνητικαί — κυβερνητικός good at steering fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβερνητικοί — κυβερνητικός good at steering masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβερνητικοῦ — κυβερνητικός good at steering masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβερνητικωτάτου — κυβερνητικός good at steering masc/neut gen superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)